ενυπόκριτος

ενυπόκριτος
ἐνυπόκριτος, -ον (Μ)
ερωτηματικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενυπόκριτος υποστιγμή — ἐνυπόκριτος ὑποστιγμή (Α) κόμμα που τίθεται μετά την πρόταση όταν ακολουθεί αμέσως η ανταπόδοση, ενώ αντιθέτως όταν τίθεται για να χωρίσει μια περίοδο που παρεμβάλλεται μεταξύ προτάσεως και αποδόσεως ονομαζόταν «ἀνυπόκριτος ὑποστιγμή» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”